ψυχοφυσικός

ψυχοφυσικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ψυχικές δυνάμεις τού ανθρώπου σε συνδυασμό με τα φυσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοφυσική
3. φρ. «ψυχοφυσικός νόμος τών Βέμπερ και Φέχνερ» — νόμος που συνδέει την ένταση ενός υποκειμενικού αισθήματος με την αντικειμενική ένταση τού ερεθίσματος που τήν προκάλεσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychophysique (< ψυχή + φυσικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχοφυσικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ψυχικές και στις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου συνάμα. 2. το αρσ. ως ουσ., ψυχοφυσικός ο επιστήμονας που μελετά τις σχέσεις μεταξύ σωματικών και ψυχικών λειτουργιών στον άνθρωπο. 3. το θηλ. ως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φάτζι, Αδόλφος — (Faggi, Φλωρεντία 1868 – Καστρετζάρο 1953). Ιταλός ιστορικός και φιλόσοφος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Παλέρμο, της Παβία, της Πάντοβα και από το 1915 του Τορίνο. Πιστός στον νεοκαντισμό δεν επηρεάστηκε από τον θετικισμό και τον υλισμό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”