- ψυχοφυσικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ψυχικές δυνάμεις τού ανθρώπου σε συνδυασμό με τα φυσικά φαινόμενα2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχοφυσική3. φρ. «ψυχοφυσικός νόμος τών Βέμπερ και Φέχνερ» — νόμος που συνδέει την ένταση ενός υποκειμενικού αισθήματος με την αντικειμενική ένταση τού ερεθίσματος που τήν προκάλεσε.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychophysique (< ψυχή + φυσικός)].
Dictionary of Greek. 2013.